- υγρολογία
- η, Νεπιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών χυμών, τών ζωικών ρευστών τού οργανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hygrology (< υγρός + -λογία*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υγρολογία — η επιστημονική εργασία για τους χυμούς (τα υγρά) του ζωντανού οργανισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek